- Φερεκράτους
- Φερεκράτηςmasc gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κραπαταλός — και κραπαταλλός και κραπάταλος, ὁ (Α) 1. είδος ευτελούς ψαριού 2. είδος ζυμαρικού 3. μωρός, ανόητος 4. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Κραπαταλοί τίτλος κωμωδίας τού Φερεκράτους, στην οποία ο συγγραφέας λέγει ότι ο κραπαταλός χρησιμοποιείται αντί… … Dictionary of Greek
μεταλλεύς — μεταλλεύς, έως, ὁ (Α) [μέταλλον] 1. μεταλλευτής, μεταλλωρύχος 2. ως κύριο όν. Μεταλλεύς τίτλος έργων τού Φερεκράτους και τού Νικομάχου 3. (κατά τον Ησύχ.) είδος μυρμηγκιού … Dictionary of Greek
μυρμηκάνθρωποι — μυρμηκάνθρωποι, οἱ (Α) 1. άνθρωποι οι οποίοι προέρχονται από μυρμήγκια ή άνθρωποι που μοιάζουν με μυρμήγκια 2. ως κύριο όν. Μυρμηγκάνθρωποι τίτλος κωμωδίας τού Φερεκράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος «μυρμήγκι» + ἄνθρωπος] … Dictionary of Greek